Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας έχουν φέρει το συνδικαλιστικό κίνημα και τις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης του (σωματεία) σε κατάσταση πλήρους σύγχισης και τολμούμε να πούμε ακόμα και αχρηστίας αφού δεν μπορούν πια ούτε συλλογικές συμβάσεις να υπογράψουν. Φυσικά δεν είναι κάτι που ξεπερνιέται εύκολα καθώς υπάρχουν ακόμα αυταπάτες σε αρκετά κομμάτια των εργαζομένων σχετικά με το ρόλο των σωματείων. Αυταπάτες που έχουν τις ρίζες τους από τη μία σε ένα ένδοξο παρελθόν και από την άλλη στην λογική της ανάθεσης που είχε καλλιεργηθεί όλο το προηγούμενο διάστημα.
Τα σωματεία πλέον δεν μπορούν να παίξουν το ρόλο των εργατικών ενώσεων.
Εδώ και καιρό πλέον κάνενα σωματείο, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αποτελεί κάτι τέτοιο.
Ο συνδυσμός των αντικειμενικών προβλημάτων που προκύπτουν από την κατάργηση του εργατικού δικαίου όσο και των υποκειμενικών προβλημάτων που χρονίζουν (η αντιμετώπιση των σωματείων ως μακρύ χέρι των πολιτικών χώρων) έχουν απομαζικοποιήσει τόσο πολύ τα σωματεία που πλέον πολλά από αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν ως σωματεία-σφραγγίδες.
Η επίθεση εκ μέρους των αφεντικών και του κράτους θέλει συνολική απάντηση.
Απάντηση που δεν μπορεί να δωθεί με τα εργαλεία του παρελθόντος. Στην κατεύθυνση αυτή θα αναδημοσιεύσουμε ανάλογους προβληματισμούς από τις εμπειρίες άλλων κινημάτων και πέραν του αναρχοσυνδικαλισμού.Για μια ακόμη φορά υπενθυμίζουμε ότι αναδημοσίευση δεν σημαίνει απαραίτητα και πλήρη ταύτιση.
Οι Εργατιστές και οι Εργατίστριες στο Καυτό Φθινόπωρο της Ιταλίας και οι σχέσεις τους με τις εργατικές ενώσεις (Μετάφραση από δημοσίευση του Joseph Kay (2006) στο LibCom.org)
Αυτό είναι μια σύντομη ιστορία των Ιταλών Εργατιστών και Εργατιστριών στο Καυτό Φθινόπωρο του 1969, όταν οι εργατικές ενώσεις πέτυχαν να επανατοποθετηθούν πάνω σε ριζοσπαστικές απαιτήσεις της εργατικής τάξης - αφήνωντας έτσι τους Εργατιστές και τις Εργατίστριες να ακολουθήσουν τον μοιραίο δρόμο του ένοπλου αγώνα "όλα ή τίποτε".
Από το βιβλίο Storming Heaven του Steve Wright (Στηβ Ράιτ).
'Είμαστε όλες και όλοι εξουσιοδοτημένοι!"
Ακόμα και όταν η POv-e και άλλες εργατιστικές ομάδες ενώθηκαν για να δημιουργήσουν την Potere Operaio (Ποτέρε Οπεράιο = Εργατική Δύναμη), οι φασαρίες ξεκίνησαν και πάλι στα εργοστάσια όπου γινόταν αγώνας να ανανεωθούν οι συμβάσεις εργασίας. Στο Porto Marghera (Πόρτο Μαγκέρα) έγιναν απεργίες, στη FIAT είχε φτάσει ένα νέο κύμα εργατών από τον Ιταλικό νότο το καλοκαίρι για να εργαστεί στο Mirafiori (Μιραφιόρι) και στο νέο εργοστάσιο της αυτοκινητοβιομηχανίας στη Rivalta (Ριβάλτα) και εκεί έγιναν στάσεις εργασίας, κι έτσι η παραγωγική δραστηριότητα έπεσε σε ένα χάος. Σε τέτοιες καταστάσεις σταματούσαν οι πεσιμισμοί των εργατιστών και εργατιστριών για τις δυνατότητες της αυτόνομης οργάνωσης στους χώρους εργασίας: "Είναι δύσκολο να πιστέψουμε", έγραφε κάποιος στο έντυπο Potere Operaio, "οτι οι αγώνες της εργατικής τάξης που δίνονται τώρα θα μπορούσαν να ξαναενσωματωθούν στη κανονική καθημερινότητα" (Potere Operaio, χωρίς ημερομηνία δημοσίευσης: 18, 29). Η παραδοσιακή τους έμφαση στα μεγάλα εργοστάσια, έλεγαν οι εργατιστές και οι εργατίστριες, τώρα καρποφορούσε από αυτά τα "μεγάλα επίκεντρα εργατικής αυτονομίας" (σελ. 16). Επίσης, η άρνηση της εργασίας δεν ήταν πλέον απλά μια απαίτηση μιας μικρής αριστερής πρωτοβουλίας αλλά είχε γίνει η έκφραση ενός μαζικού κινήματος (σελ. 46). Η ομάδα έλεγε οτι θα ήταν αρκετό να συμφωνήσουν οι εργοδότες στα άμεσα αιτήματα για τις συμβάσεις εργασίας για να προχωρήσει ο αγώνας με πολιτική ενότητα και οργάνωση (Potere Operaio 1969β). Αυτό δεν ήταν μόνο ένα Ιταλικό φαινόμενο, καθώς οι εργατικοί αγώνες έκαναν την Κόκκινη Ευρώπη που θα νικούσε τον καπιταλισμό σε ανατολή και δύση μια πιθανότητα που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.
Όταν οι αγώνες του φθινοπόρου συνεχίστηκαν το 1970 και καθώς οι εργάτες και οι εργάτριες προσπάθησαν να βελτιώσουν τις συμβάσεις εργασίας τους με συμφωνίες που αφορούσαν ολόκληρο το εργοστάσιο σε μια ατμόσφαιρα εργατικής αλληλεγγύης, οι εργατιστές και οι εργατίστριες αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο: την ανανέωση του κινήματος των εργατικών ενώσεων. Αυτή η προσωρινή αναζωπήρωση των εργατικών συνομοσπονδιών είχε προβλεφτεί από την Potere Operaio, που τον Οχτώβρη του 1969 είχε γράψει πως οι αγωνιζόμενοι εργάτες δεν θα ξεπεράσουν την εργατική ένωση ως εργαλείο ενοποίησης μέχρι η πολιτική ταξική ανασυγκρότηση ολοκληρωνόταν σε πλήρως αυτόνομη οργάνωση. (Potere Operaio, χωρίς ημερομηνία έκδοσης, σελ 17).
Ωστόσο αντί να φύγουν από αυτές, πολλοί εργάτες πήγαν κοντύτερα στις πιο ριζοσπαστικές εργατικές ενώσεις το 1970, κυρίως στα εργοστάσια που δεν είχαν αφανείς επιτροπές. Πέρα από την υιοθέτηση των απαιτήσεών τους για ισότητα, ο κύριος λόγος που άλλαξε ο χαρακτήρας των εργατικών ενώσεων της χημικής βιομηχανίας και βιομηχανίας μετάλλων της Ιταλίας ήταν η υιοθέτηση του κινήματος των εργατών αντιπροσόπων. Ένα χαοτικό μείγμα πρωτοβουλιών που ξεκίναγαν και από χωρούς δουλειάς και από αλλού, το κίνημα αυτό είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά σε κάθε τοπική του έκφραση. Σε μερικούς χώρους εργασίας οι αντιπρόσωποι θεωρούνταν απλά ως παρατηρητές του συμβολαίου εργασίας. Σε άλλους χώρους, εκεί όπου οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες είχαν συντροφικές σχέσεις και δεν ασχολιόντουσαν με τις εργατικές ενώσεις, οι αντιπρόσωποι είχαν έναν πολύ πιο επιθετικό ρόλο εναντίων της ιεραρχίας του εργοστασίου. Σε κάποια εργοστάσια, οι αντιπρόσωποι εγκαθίστονταν στο ρόλο τους από την διοίκηση, ή έβγαιναν μετά από κλήρο από μια λίστα ονομάτων που πρότεινε ο διευθυντής. Σε άλλα εργοστάσια κάθε εργάτης ή εργάτρια, ανεξάρτητα αν ήταν μέλος της εργατικής ένωσης, μπορούσε να γίνει αντιπρόσωπος. Γενικά, ο θεσμός των συμβουλίων των αντιπροσώπων έγινε όλο και πιο αγαπητός στους εργάτες σε πολλά εργοστάσια μετά το 1970, μειώνοντας τη σημασία των Εσωτερικών Επιτροπών (Commissioni Interne) που έβγαιναν από εκλογές σε ολόκληρο το εργοστάσιο (D'Agostini 1974; Romagnoli 1975).
Η στρατηγική αυτή, "ανεβαίνοντας στη τίγρη" όπως ονομαζόταν, ενοχλούσε πολλούς υψηλόβαθμους των εργατικών ενώσεων επειδή το έβλεπαν ως ένα απειλητικό κίνημα για την ήδη μειωμένη τους επιρροή. Ωστόσο, όταν δέχτηκαν τους αντιπροσώπους στα κατώτερα κλιμάκια της εργατικής ένωσης κατάφεραν να ξανακερδίσουν πολύ από το χαμένο τους έδαφος. Δεν άργησε και η γραφειοκρατία να συμφωνήσει με αυτό: το Δεκέμβρη του 1970 η CGIL έκανε επίσημα δεκτούς τους αντιπροσώπους και τα συμβούλιά τους. Τον επόμενο χρόνο η CISL (Conferazione Italiana dei Sindacati Uberi, Ιταλική Συνομοσπονδία Ελεύθερων Ενώσεων) έκανε το ίδιο, αν και τελικά μόνο στις ενώσεις της βιομηχανίας μετάλλων έγινε πλήρης οργανωτική συγχώνευση (Grisoni and portelli 1977: σελ. 189).
Από τις αρχές του 1968 οι εργατιστές και οι εργατίστριες έπαψαν να έχουν ελπίδες από το κίνημα των αντιπροσώπων. Το κάλεσμα της PSIUP για εκλογή διαμεσολαβητών για τις αμοιβές όσων πληρωνόντουσαν με το κομμάτι δεν έγινε δεκτό. Πολλοί από την Potere Operaio (χωρίς ημερομηνία δημοσίευσης, σελ. 30) επίσης συμφώνησαν με τη Lotta Continua (Λότα Κοντίνουα = συνεχής αγώνας) που δεν έκανε δεκτούς ηγετικούς ρόλους μέσα στη μάζα των εργατών. Ο κύριος λόγος που η Potere Operaio αποστασιοποιήθηκε από το κίνημα των αντιπροσώπων ήταν επειδή το έβλεπε ως δούρειο ίππο με τον οποίο οι συνομοσπονδίες θα μπορούσαν να κατακτήσουν εκ νέου το εργοστάσιο (Grisoni and Portelli 1977: 187-8), και πίστευε πως οι εργατικές ενώσεις δεν μπορούν να πολεμήσουν το κεφάλαιο, κάτι με το οποίο συμφωνούσαν και διάφορες παρόμοιες ομάδες με τις οποίες είχε συνδεθεί η Potere Operaio, οι οποίες ήταν πολύ μαχητικές και ήταν κάθετα αντίθετες στις συνομοσπονδίες (Bobbio 1978: 59). Όπως και με την Lotta Continue, έτσι και η τραγωδία της Potere Operaio ήταν η ανικανότητά της να συνδυάσει την υποστήριξη προς τέτοιες μαχητικές ομάδες στην αυτοκινητοβιομηχανία FIAT ή την Petrolchimico (μια πετροχημική βιομηχανία) με μια μάχη εναντίων των σχεδίων των ηγετών των εργατικών ενώσεων για το κίνημα των αντιπροσώπων σε άλλους χώρους. Με άλλα λόγια, τα μέλη της ομάδας δεν μπορούσαν να δουν οτι οι διεργασίες της ταξικής ανασυγκρότησης μπορεί να ήταν πολύ διαφορετικές έξω από τους πιο "προχωρημένους" πόλους της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Το οτι μερικοί εργατιστές και εργατίστριες αναγνώρισαν τι συνέβαινε φαίνεται καθαρά στο τεύχος της Potere Operaio του Νοέμβρη του 1969, όπου διαβάζουμε τί έγραφε ένας (ή μία) ανώνυμος συγγραφέας για τις επιλογές που είχε η ομάδα:
"Αν δεν διατηρήσουμε μια συνεχή σχέση με νέες μορφές οργάνωσης και μαζικούς αγώνες, τότε θα καταντήσουμε να γίνουμε σαν τις εργατικές ενώσεις. Υπάρχει μια πολύ συγκεκριμένη μάχη που πρέπει να δωθεί μεσοπρόθεσμα για αυτό που ονομάζουμε μέσο επίπεδο αυτονομίας, δηλαδή η αύξηση των επιτροπών απλών μελών στους αγώνες που δίνονται έπειτα από τους αγώνες για τη σύμβαση εργασίας. Αν λόγω σεχταρισμού ή λαθών συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε με τους αντιπροσώπους, τότε οι επιτροπές απλών μελών θα καταλήξουν να ενσωματωθούν κι αυτές στους σχεδιασμούς των εργατικών ενώσεων (Potere Operaio 1969γ: 4)."
Η πλειοψηφία των εργατιστών και εργατιστριών δεν έδωσε σημασία σε αυτά και εγκατέλειψε στις συνομοσπονδίες τους ριζοσπάστες εργάτες που ακόμα δεν είχαν πειστεί από την κριτική τους στις ενώσεις. Με αυτό τον τρόπο ενδυνάμωσαν τις εργατικές ενώσεις κι έτσι ο φόβος τους έγινε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία (Bobbio 1978: 66). Έτσι η Potere Operaio είχε πλέον μεγάλη δυσκολία να έχει παρουσία στα εργοστάσια πέρα από μερικά κέντρα όπου είχε δύναμη, όπως η Petrolchimico (Πετρολκιμίκο). Αλλά κι εκεί ακόμα, μερικοί ακτιβιστές και ακτιβίστριες επέλεξαν να συμμετέχουν στα νέα συμβούλια των αντιπροσώπων (Scalzone 1988: 121).
Η νέα νομοθεσία Statuto dei Lavoratori (Στατούτο ντέι Λαβατόρι = νόμοι για τους εργάτες) νομιμοποίησε και θεσμοθέτησε πολλές από τις καταχτήσεις που είχαν γίνει στα μεγάλα εργοστάσια, και έδωσε νόμιμα δικαιώματα στις ενώσεις. Με τον έλεγχο πάνω στους αντιπροσώπους και τη ρητορική ισότητας, οι εργατικές ενώσεις κατάφεραν να ενσωματώσουν τις περισσότερες ομάδες που είχαν σχηματιστεί στα εργοστάσια μετά τον Μάη (Pasetto and Pupillo 1970: 108-18; Bologna 1980a: 29; Perna 1980; Giugni 1987: 240). Ενώ η Lotta Continue συνέχισε να έχει επιρροή στη FIAT, και η Avanguardia Operaia (Αβανγκουάρντια Οπεράια) συνέχισε να έχει επιτυχίες στη Λομβαρδία, η επάνοδος των εργατικών ενώσεων είχε άμεσες επιπτώσεις στις πολιτικές ελπίδες του εργατισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η βασική οργανωτική έκφραση αυτής της τάσης σύντομα παράτησε την ασχολία με το πρόβλημα της ταξικής σύνθεσης και ποντάρησε σε μια στρατικοποίηση του νέου επαναστατικού κινήματος σε μια προσπάθεια "όλα ή τίποτα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου