Σύντομη ιστορία του αναρχοσυνδικαλισμού

(1) Μεταξύ του 1862 και 1864 αρχίζει να υλοποιείται η διεθνής ένωση των εργαζομένων στην Ευρώπη. Η Διεθνής Ένωση των Εργατών - Πρώτη Διεθνής (1864-1871) θα συσπειρώσει όλες τις τάσεις των σοσιαλιστών και θεωρούνταν οργάνωση εργατών. Ο Μπακούνιν (1814 –1876) και οι οπαδοί του θα προσχωρήσουν στη «Πρώτη Διεθνή» το καλοκαίρι του 1868. Η μπακουνική πτέρυγα αναγνώριζε στην πρώτη αυτή εργατική ένωση ένα συνδικαλιστικό ρόλο με σαφή επαγγελματικό χαρακτήρα.

Στο τέταρτο συνέδριο της Διεθνούς, στη Βασιλεία (1869), οι διάφορες τάσεις του εξουσιαστικού σοσιαλισμού (μαρξιστές, μπλανκιστές, λασσαλιστές), προσέδιδαν στις εργατικές ενώσεις το χαρακτήρα της μεταρρυθμιστικής ένωσης και στην καλύτερη περίπτωση αναγνώριζαν την αναγκαιότητα της ύπαρξης τους μόνο μέσα στα πλαίσια της λειτουργίας του καπιταλισμού. Η σοσιαλιστική κοινωνία γι΄ αυτούς ήταν έργο μόνο της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Η πρόταση του Ευγένιου Χίνς, εκπροσώπου της Βελγικής αντιπροσωπείας θα τύχει της αποδοχής των Ισπανών, των Ελβετών (Γιούρα) και μεγάλων τμημάτων των Γάλλων. Επιγραμματικά η πρόταση αυτή βασίζονταν στην αρχή, ότι οι σημερινές οικονομικές εργατικές ενώσεις δεν αποτελούν μια αναγκαιότητα του καπιταλισμού, αλλά πρέπει να θεωρηθούν ο κοινωνικός πυρήνας μιας επερχόμενης σοσιαλιστικής κοινωνίας. Καθήκον της Διεθνούς ήταν να εκπαιδεύσει τους εργάτες ώστε να αναλάβουν αυτή την αποστολή.

Η υιοθέτηση αυτής της πρότασης από το συνέδριο θα καταγραφεί σ΄ ένα ψήφισμα που θα διακηρύξει την αναγκαιότητα των εργατικών συνδικάτων στους χώρους παραγωγής και την σύνδεση τους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, με τελικό στόχο την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας και την αντικατάσταση του από την ομοσπονδία των ελεύθερων παραγωγών.

Μετά το συνέδριο της Χάγης τον Σεπτέμβριο του 1872, όπου πλέον διαγράφεται ο Μπακούνιν και ένας Ελβετός σύντροφος του, από την πλειοψηφία των μαρξιστών, θα αντιδράσουν όλα σχεδόν τα εθνικά τμήματα και θα αμφισβητήσουν την νομιμότητα του συνεδρίου καταγγέλλοντας την πλασματική πλειοψηφία, η οποία αποτελούνταν από τα μαρξιστικά μέλη του Γενικού Συμβουλίου.

Από τον Σεπτέμβριο του1872 η πλειοψηφία των τοπικών τμημάτων (συνέδριο Σαίντ- Ιμιέ) θα συνεχίσει τις δραστηριότητες της με ιδεολογική βάση τις ελευθεριακές αρχές και χαρακτήρα εργατικό και συνδικαλιστικό. Λόγω αυτού του προσανατολισμού η «Διεθνής» ονομάστηκε αργότερα και «Αντιεξουσιαστική Διεθνής» (1873-1877). Στο συνέδριο αυτό οι Γάλλοι, Ιταλοί, Ισπανοί και Ελβετοί αναρχικοί θα αποκηρύξουν τις αποφάσεις του συνεδρίου της Χάγης και θα ιδρύσουν μια ελεύθερη ένωση ομοσπονδιών. Η συμμετοχή αναρχικών, αρχικά Γάλλων και μετέπειτα Ιταλών και Ισπανών, στο συνδικαλιστικό κίνημα και η αντιεξουσιαστική κατεύθυνση που θα κινηθούν θα γεννήσουν τον αναρχοσυνδικαλισμό.

Η θεωρητική υποδομή αντλήθηκε από τις διδασκαλίες του αντιεξουσιαστικού σοσιαλισμού και η οργανωτική δομή στηρίχτηκε στην εμπειρία του επαναστατικού συνδικαλισμού όπως αυτός αποκρυσταλλώθηκε στη περίοδο από το 1895 έως το1910 στις λατινόφωνες ευρωπαϊκές χώρες συνεχίζοντας τη φεντεραλιστική-μπακουνική παράδοση.

Η παρακμή της πρώτης εργατικής ένωσης, η ήττα της Παρισινής Κομμούνας, αλλά και η μεγάλη περίοδος παρανομίας των λατινόφωνων ευρωπαϊκών τμημάτων θα περιθωριοποιήσουν αυτές τις ιδέες από το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα.

Η ιστορική συνέχεια θα υπάρξει στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα στη Γαλλία, όπου αυτές οι ιδέες θα βρουν σάρκα και οστά στην ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (C.G.T.), η οποία στο συνέδριο της Λιμόζ θα διακηρύξει την ανεξαρτησία της από κάθε πολιτικό κόμμα με τα επαναστατικά συνδικάτα να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της συνομοσπονδίας.

Το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και η επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία θα οδηγήσει πολλούς στην ψευδαίσθηση της «έναρξης της σοσιαλιστικής εποχής». Το καλοκαίρι του 1920 στη Μόσχα, μετά από πρόσκληση των μπολσεβίκων, θα συναντηθούν σοσιαλιστές και συνδικαλιστές, στο ιδρυτικό συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς. Η πραγματικότητα που θα αντικρίσουν, οι χιλιάδες διώξεις των αναρχικών και κάθε είδους σοσιαλιστών θα προστεθεί καταλυτικά στην πολιτική αντίθεση τους στον επερχόμενο ασφυκτικό έλεγχο που επιθυμούν να καθιερώσουν οι λενινιστές στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Ένα μεγάλο μέρος των συνδικαλιστών αντιπροσώπων θα διαμαρτυρηθεί και θα αρνηθεί τη χειραγώγηση που προβάλλεται ως επιστημονικός σοσιαλισμός.

Το συνέδριο της Μόσχας θα καταλήξει στην ξεχωριστή διεθνή συμμαχία των εργατών. Η απαίτηση των μπολσεβίκων να υποταχτεί στη 3η Διεθνή θα αναγκάσει τους συνδικαλιστές σε αποχώρηση και θα οδηγήσει στη συνδιάσκεψη του Βερολίνου του 1920. Η πλήρης ανεξαρτησία των εργατικών συνδικάτων από όλα τα πολιτικά κόμματα και η αντίληψη ότι η σοσιαλιστική κοινωνία θα οικοδομηθεί από τα συνδικάτα των παραγωγικών τάξεων, θα αποτελέσουν τις αγεφύρωτες διαφορές ανάμεσα στους συνδικαλιστές και τους κομμουνιστές.

Τον Οκτώβρη του 1921 η διεθνής συνδιάσκεψη του Ντύσσεντολφ θα συγκαλέσει διεθνές συνδικαλιστικό συνέδριο στο Βερολίνο για τον επόμενο χρόνο. Στο Βερολίνο, στο συνέδριο που διεξήχθη από τις 25 Δεκέμβρη 1922 έως 2 Γενάρη 1923, θα ιδρυθεί η Διεθνής Ένωση Εργαζομένων (Α.Ι.Τ.). Εκπροσωπήθηκαν περίπου τρία εκατομμύρια εργάτες μέσα από δεκατρείς εργατικές συνδικαλιστικές εθνικές ομοσπονδίες. Η διακήρυξη των αρχών της, αποτελούν τις βασικές ιδεολογικές προτάσεις του επαναστατικού συνδικαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο μέχρι σήμερα.


(2) Ο αναρχοσυνδικαλισμός έκανε την εμφάνισή του και έντονη την παρουσία του στην Γαλλία, όταν ο Φερνάντ Πελλουτιέ προσκάλεσε τους αναρχικούς να συμμετέχουν στα συνδικάτα. Από το 1895 και για πολλά χρόνια μετέπειτα, ο αναρχοσυνδικαλισμός ήταν η κυριότερη τάση μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα της Γαλλίας. Οι αναρχοσυνδικαλιστές υποστήριζαν ότι τα συνδικάτα με τη δράση τους μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά την απεργία, το μποϋκοτάζ κατά των επιχειρήσεων και το σαμποτάζ. Όπως και όλοι οι αναρχικοί, ήσαν ενάντια στον κοινοβουλευτισμό και την πολιτική δράση και χρησιμοποιούσαν τις πλατειές εργατικές κινητοποιήσεις για να στηρίξουν τη δράση τους και γι’ αυτό ήσαν ενάντια στην ατομική τρομοκρατία άλλων αναρχικών.

Το μεγάλο όπλο που, κατά την γνώμη τους, θα οδηγούσε στην ανατροπή του καπιταλισμού ήταν η γενική εξεγερτική απεργία.

Στο συνέδριο της C.G.Τ., στην Αμιένη το 1906, ο αναρχοσυνδικαλισμός πέρασε στη φάση της ωριμότητάς του, μιας και ο χάρτης του συνεδρίου υιοθετούσε την αδιάλλακτη ταξική πάλη και διακηρύσσοντας ότι τα συνδικάτα θα είναι στην μελλοντική κοινωνία η βάση της οργάνωσης της παραγωγής και διανομής των προϊόντων. Μεγάλο ρόλο στην επεξεργασία αυτή έπαιξαν ο Λαγκαρντέλ, ο Σορέλ και άλλοι. Έτσι, κάτω απ’ αυτές τις επιδράσεις, οργανώθηκαν στην Γαλλία πολυάριθμες απεργίες και εκδηλώσεις, με αποκορύφωμα την Πρωτομαγιά του 1906 - όπου έγιναν άγριες συγκρούσεις μεταξύ εργατών και αστυνομίας - και τη μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών το 1910.

Στην Ισπανία, οι αναρχικοί ίδρυσαν το 1908 τη Solidaridad Obrera (Εργατική Αλληλεγγύη) και το 1910 την Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας, τη C.Ν.Τ. Οργανώθηκαν πολλές απεργίες. Το κέντρο των δραστηριοτήτων ήταν η Βαρκελώνη, αλλά το κίνημα επεκτάθηκε και στην Πορτογαλία.

Οι Κάτω Χώρες, Ολλανδία και Βέλγιο, είχαν και αυτές αξιόλογο κίνημα και στα συνέδρια της 2ης Διεθνούς έστελναν εξέχουσες φυσιογνωμίες όπως ο αναρχοσυνδικαλιστής Καίσαρ Πέπε κ.ά.

Στις Σκανδιναβικές χώρες, όπως και σε μια σειρά άλλων χωρών (Ρωσία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Γιουγκοσλαβία κ.λπ.) υπήρχαν μαχητικές αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες.

Στην Ιαπωνία, από το 1908 υπήρχε έντονη κίνηση. Το 1911 δολοφονείται στις φυλακές ο αναρχικός Κοτόκου μαζί με 11 ακόμα συντρόφους του. Το 1920 ο αναρχοσυνδικαλισμός ασκεί μεγάλη επίδραση στο εργατικό κίνημα ακόμα και μέσα στους κόλπους του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στην Γερμανία, ιδρύθηκε το 1890 η Ελεύθερη Ένωση Γερμανικών Συνδικάτων που το 1919 έφτασε να αριθμεί 100.000 μέλη.

Στην Ιταλία, το 1907 είχαν γίνει πολυάριθμες απεργίες διοργανωμένες από αναρχοσυνδικαλιστές. Το κέντρο του κινήματος ήταν η Πάρμα, όπου το 1908 μια γενική απεργία συσπείρωσε όλες τις εργατικές δυνάμεις της χώρας. Πολλοί σοσιαλιστές τότε πέρασαν με τον αναρχοσυνδικαλισμό. Το 1912 ιδρύθηκε η Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση (USI) που απέκτησε επαφές με τους Γάλλους Λαγκαρντέλ και Σορέλ.

Στις Η.Π.Α, στις 27 Ιούνη του 1905 στο Σικάγο ιδρύθηκε η σημαντικότερη επαναστατική συνδικαλιστική οργάνωση των Η.Π.Α. η IWW (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου). Για να ιδρυθεί αυτή η οργάνωση έγινε μια συγχώνευση 54 εργατικών οργανώσεων με σύνολο 90.000 μέλη περίπου και βασικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξαν οι Ευγένιος Ντεμπς, Ουίλλιαμ Χέϊγουντ και Ντανιέλ ντε Λεόν. Λίγο μετά οι Ντεμπς και Λεόν αποχώρησαν και πέρασαν με τον ρεφορμισμό. Η IWW οργάνωσε πολλές απεργίες όπως τη γενική απεργία των υφαντουργών το 1912. Αυτή τη χρονιά, η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος υιοθετούσε αρκετές από τις αναρχοσυνδικαλιστικές απόψεις στο πρόγραμμά της που είχε τον τίτλο «Ο βιομηχανικός συνδικαλισμός» και αυτό γιατί το πρόγραμμα γράφτηκε από τους αγωνιστές Ουίλλιαμ Χέιγουντ και Γκούσταβ Λε Μπον. Η IWW φιλοδοξούσε να μετατραπεί σε μια παγκόσμια οργάνωση και η επιρροή της σε οργανώσεις άλλων χωρών, όπως της Μ. Βρετανίας, Νορβηγίας, Αυστραλίας, Καναδά, Ν.Αφρικής, Μεξικού και Χιλής, ήταν μεγάλη. Το 1917 η δύναμή της έπεσε κάπως και αριθμούσε περίπου 60.000 μέλη. Άλλες οργανώσεις στις Η.Π.Α, εκείνη την εποχή ήταν η Αναρχοσυνδικαλιστική Ένωση Βόρειας Αμερικής που ιδρύθηκε το 1912 και η Διεθνής Μορφωτική Ένωση Συνδικάτων που ιδρύθηκε το 1914.

Στην Μ. Βρετανία στις 26 Νοέμβρη 1910, ιδρύθηκε η Βιομηχανική Αναρχοσυνδικαλιστική Μορφωτική Ένωση, η ISEL, στο Μάντσεστερ, με πρωτοβουλία του αγωνιστή Τομ Μανν. Η οργάνωση αυτή απέκτησε μεγάλη επιρροή στο εργατικό κίνημα και διοργάνωσε πολλές απεργίες με κορυφαίες τις απεργίες των σιδηροδρομικών, των εργατών μεταφορών, των ανθρακωρύχων και άλλων κλάδων. Στο διάστημα 1910-1914 έγιναν οι μεγαλύτερες και οι πιο άγριες απεργίες των εργατών, των οποίων ο μεγαλύτερος εμψυχωτής ήταν ο Τομ Μανν. Το κίνημα επεκτάθηκε και στην Ιρλανδία όπου ξεχώριζε ο α Τζιμ Λάρκιν.

Στη Νορβηγία, το 1920 οι αναρχοσυνδικαλιστές αποτελούσαν την πλειοψηφία του Συνδικαλιστικού Κέντρου. Το 1909 συνήλθε μια διάσκεψη αναρχοσυνδικαλιστών και άλλων αγωνιστών από 6 Λατινοαμερικάνικες χώρες και μεγάλο ρόλο σ’ αυτό έπαιξαν οι διάφοροι αναρχικοί που είχαν μεταναστεύσει εκεί από την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Δημιουργήθηκαν νέα συνδικάτα και έγιναν πολλές απεργίες. Τα βασικά κέντρα ήσαν η Αργεντινή, η Χιλή, η Βολιβία και το Μεξικό. Στην Αυστραλία, το ισχυρό κίνημα που υπήρχε κηρύχτηκε παράνομο το 1916, επειδή διοργάνωνε αντιπολεμικές απεργίες και ενέργειες. (Την εποχή εκείνη οι αναρχικοί και οι αναρχοσυνδικαλιστές διοργάνωναν σε όλο τον κόσμο αντιπολεμικές απεργίες ενάντια στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η IWW είχε οργανώσει πολλές τέτοιες.) Τον Αύγουστο και τον Οκτώβρη 1917, οι Αυστραλοί αναρχοσυνδικαλιστές οργάνωσαν γενική απεργία 100.0000 εργατών. Ισχυρή επιρροή είχε ο αναρχοσυνδικαλισμός και σε μια σειρά άλλες χώρες όπως στον Καναδά, στη Νότια Αφρική, στη Νέα Ζηλανδία κ.ά.

Τον Ιούλη του 1921, οι αναρχοσυνδικαλιστές από όλες σχεδόν τις χώρες εκπροσωπούνται στο ιδρυτικό συνέδριο της Κόκκινης Διεθνούς των Εργατικών Συνδικάτων, όπου έρχονται σε ρήξη με τους μαρξιστές και αποχωρούν. Σημαντικές δυνάμεις όμως προσχωρούν στην Κόκκινη Διεθνή, όπως ο κύριος όγκος της γαλλικής CGΤ με επικεφαλής τον Μονμουσώ, η ομάδα Χέιγουντ-Χάρντυ από την IWW, μεγάλες δυνάμεις από Αγγλία, Ιαπωνία κ.λπ Όσοι όμως έμειναν πιστοί στον αναρχοσυνδικαλισμό, τον Δεκέμβρη του 1922 στο Βερολίνο, ίδρυσαν την Διεθνή Ένωση Εργατών, την IWA, που είχε τμήματα σε Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία, Σουηδία, Δανία, Αργεντινή, Μεξικό, Χιλή, Βολιβία κ.λπ. Πάντως, τα σημαντικότερα τμήματα ήταν η ισπανική CNT, η πορτογαλική CGT και η αργεντίνικη FORA. Πολλά απ’ αυτά τα τμήματα υπάρχουν μέχρι σήμερα.

Τα συνέδρια που πραγματοποίησε μέχρι σήμερα η IWA είναι: Βερολίνο 1922 (ήταν το ιδρυτικό συνέδριο όπου συμμετείχαν 28 εκπρόσωποι από 14 χώρες που εκπροσωπούσαν 1.000.000 μέλη), Μαδρίτη 1931, Παρίσι 1935, Παρίσι 1938, Τουλούζη 1951, Πουτώ 1953, Μασσαλία 1956, Τουλούζη 1958, Μονπελιέ 1971, Παρίσι 1971, 1979 και 1986.

Σημείωση δικιά μας: Σήμερα το διεθνές αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα είναι χωρισμένο σε δύο μέρη κυρίως με το ένα κομμάτι του να είναι στην IWA και το άλλο στο διεθνή αναρχοσυνδικαλιστικό συντονισμό

Πηγές (1) http://punk.gr/nogod-nomaster
(2) http://www.anarkismo.net/article/3524


(Απαραίτητη Διευκρίνηση...στα κείμενα που δημοσιεύονται δεν σημαίνει ότι υπάρχει απαραίτητα και ιδεολογικοπολιτική ταύτιση σε ότι αναφέρεται)

Κάποια συμπεράσματα για το σαμποτάζ - Émile Pouget

Όπως το αντιλαμβανόμαστε, εξετάζοντας τα μέσα του εργατικού σαμποτάζ, κάτω από κάθε μορφή και κάθε στιγμή στην οποία εκδηλώνεται, ο χαρακτήρας του είναι -παντού και πάντα!- να χτυπάει το αφεντικό στο πορτοφόλι.

Ενάντια σ αυτό το σαμποτάζ, που δε χτυπά παρά τα μέσα της εκμετάλλευσης, άψυχα αντικείμενα, η μπουρζουαζία δε μένει στις κατάρες. Αντιθέτως, οι καταστολείς του εργατικού σαμποτάζ δε στερούνται ενός άλλου σαμποτάζ, πραγματικά εγκληματικού, τερατώδους και αποτρόπαιου, που αποτελεί την ίδια την ουσία της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Δεν ντρέπονται γι αυτό το σαμποτάζ που, δεν αρκείται στο να καταστρέφει τα θύματά τους, τους ζημιώνει την υγεία, τους απομυζεί την ίδια τους τη ζωή... Μέχρι τέλους! Υπάρχει σ αυτήν την απάθεια ένας βασικός λόγος: Ότι, στην περίπτωση αυτή, οι σαμποτέρς είναι οι προνομιούχοι.

Σαμποτέρς, οι έμποροι που κερδοσκοπώντας στο γάλα, αφήνουν τα παιδιά να πεινάνε, εξοντώνουν τις μελλοντικές γενιές.

Σαμποτέρς, οι αλευροβιομήχανοι και οι φουρνάρηδες, που προσθέτουν άλευρα από ταλκ ή άλλα βλαβερά προϊόντα, αλλοιώνοντας έτσι το ψωμί, διατρογικό είδος πρώτης ανάγκης.

Σαμποτέρς, οι κατασκευαστές σοκολάτας με λάδι φοίνικα ή καρύδας, με κόκκους καφέ στο άμυλο, με ραδίκια ή με βελανίδια, με πιπέρι στο κέλυφος του αμυγδάλου ή στις ελιές, με κρέμες από γλυκόζη, με γλυκά από βαζελίνη, με μέλη από άμυλο και πολτό κάστανου, ε ξίδι από θειϊκό οξύ, με τυριά με κιμωλία ή άμυλο, με μπύρα από φύλλα ξύλων κλπ κλπ (σ.τ.μ. κερδοσκοπικά "μαγειρέματα" της εποχής).

Σαμποτέρς, οι έμποροι, ώ αυτοί οι πατριώτες! Ακόμα καλύτεροι κι από τον Bazaine, που στα 1870-71, συνεισέφερε στο σαμποτάζ της πατρίδας τους, παραδίδοντας στο στρατό όπλα με κομμάτια χαρτονιού και καρτέλες με σκόνη άνθρακα. Σαμποτέρς, ίσοι μ αυτούς που εισέρχονται περήφανοι στην πατρική επιχείρηση, χτίζουν τα κανόνια των πολεμικών πλοίων, τα υποβρύχια, εξοπλίζουν το στρατό, πουλάνε σάπια κρέατα και φυματιώσεις, σαμποτέρς, όπως οι εργολάβοι ή οι κατασκευαστές των σιδηροδρόμων, οι μηχανικοί των πολυκατοικιών, οι έμποροι χημικών, οι βιομήχανοι κάθε είδους και κάθε κατηγορίας... Ναί, σαμποτέρς! όλοι τους, χωρίς εξαίρεση!.. καθώς όλοι τους, φθείρουν, παραποιούν, καταστρέφουν όσο πιο πολύ μπορούν.

Το σαμποτάζ είναι παντού! παντού! όμως, αυτό το καπιταλιστικό σαμποτάζ που ζωογονεί τη σημερινή κοινωνία, που τη ζωογονεί, όπως εμάς το οξυγόνο του αέρα, αυτό το σαμποτάζ δε θα εξαφανιστεί παρά μόνο μαζί της, αυτό το σαμποτάζ είναι που πρέπει να καταδικάσουμε κι όχι το εργατικό σαμποτάζ.

Αυτό εκεί, πρέπει να επιμείνει! δεν χτυπά παρά το κεφάλαιο, το πορτοφόλι, ενώ το άλλο λυμαίνεται την ανθρώπινη ζωή, καταστρέφει την υγεία, γεμίζει τα νοσοκομεία και τα νεκροταφεία.

Οι ζημιές που γεννά το εργατικό σαμποτάζ δεν είναι παρά οικονομικές, εκείνες που παράγει το καπιταλιστικό σαμποτάζ αντιθέτως κάνουν το αίμα να τρέχει.

Το εργατικό σαμποτάζ εμπνέεται από τις αλτρουιστικές γενναιόδωρες αρχές του: είναι ένα μέσο άμυνας και προστασίας απέναντι στην μανία των αφεντικών. Είναι το όπλο των απόκληρων που μάχονται για την ύπαρξη αυτών και των οικογενειών τους. Στοχεύει να βελτιώσει τις κοινωνικές συνθήκες του εργατικού πληθυσμού και να τον απελευθερώσει από την εκμετάλλευση, και τη συνθλίβει... Είναι μια στάλα ακτινοβόλας και καλύτερης ζωής.

Το καπιταλιστικό σαμποτάζ, δεν είναι παρά ένα εργαλείο έντασης της εκμετάλλευσης. Συμπυκνώνει τις ασυγκράτητες ορέξεις και την εξαφάνιση των ρεπό. Είναι η αντιπαθής έκφραση της αρπακτικότητας, μιας ακόρεστης δίψας για πλούτο που δεν υποχωρεί μπροστά στο έγκλημα που τη θρέφει... Όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο τη ζωή, αλλά και σπέρνει παντού τα ερείπια, τη θλίψη, το θάνατο...

Μετάφραση:...για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Γενάρης 2008

O Émile Pouget ήταν γενικός γραμματέας της γαλλικής CGT (1901-1908) και από τους βασικούς εκπροσώπους του επαναστατικού συνδικαλισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού